έα

έα
(I)
ἔα (Α)
επιφώνημα εκπλήξεως ή δυσαρέσκειας («ἔα, τίς οὗτος;», Ευρ.).
————————
(II)
(προστ. τού αρχ. ρ. ἐάω)
πρόσταγμα για ν' αφήσουν οι ναύτες ελεύθερα τα ιστία στον άνεμο ή τα κουπιά στους σκαλμούς («ἔα ἡρέμα» — αμόλα αγάλια [για τη βαθμιαία παρέαση]).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”